όρθωση

όρθωση
η (Α ὄρθωσις) [ορθώ]
τροπή προς το καλύτερο, διόρθωση, βελτίωση («ὄρθωσιν λόγων καὶ ἔργων τῶν ἀρίστων», Πλούτ.)
νεοελλ.
στήσιμο ή επαναφορά ενός πράγματος σε όρθια θέση, ανέγερση
αρχ.
1. ευτυχία
2. η χρήση τής ονομαστικής πτώσης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὀρθώσῃ — ὀρθώσηι , ὄρθωσις making straight fem dat sg (epic) ὀρθόω set straight aor subj mid 2nd sg ὀρθόω set straight aor subj act 3rd sg ὀρθόω set straight fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορθωτικός — ή, ό κατάλληλος για όρθωση, ανυψωτικός («ορθωτική μηχανή»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1809 στο Λεξικόν Γαλλικής Γλώσσης τού Γρ. Ζαλίκογλου] …   Dictionary of Greek

  • στάση — η / στάσις, εως, ΝΜΑ 1. το να σταματά κάποιος ή κάτι, το να στέκεται ακίνητος, το σταμάτημα, η ακινησία (α. «στάση δέκα λεπτών» β. «οὐχ εὑρίσκει... στάσιν τῆς ἀναβάσεως», Γρηγ. Ναζ.) 2. άρνηση υπακοής στους νόμους ή στις αρχές, εξέγερση, ανταρσία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”