- όρθωση
- η (Α ὄρθωσις) [ορθώ]τροπή προς το καλύτερο, διόρθωση, βελτίωση («ὄρθωσιν λόγων καὶ ἔργων τῶν ἀρίστων», Πλούτ.)νεοελλ.στήσιμο ή επαναφορά ενός πράγματος σε όρθια θέση, ανέγερσηαρχ.1. ευτυχία2. η χρήση τής ονομαστικής πτώσης.
Dictionary of Greek. 2013.